Λάνασσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λανάσσης — Λάνασσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λανάσσῃ — Λάνασσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάνασσαν — Λάνασσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek